- υπόκλιση
- [ипоклиси] ουσ. Θ. почтительный поклон, реверанс, преклонение,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υπόκλιση — η η κλίση του κεφαλιού και του κορμού προς τα εμπρός σε ένδειξη μεγάλου σεβασμού: Χαιρέτησαν τον πρωθυπουργό με υπόκλιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπόκλιση — η / ὑπόκλισις, ίσεως, ΝΑ [ὑποκλίνω, ομαι] (ως χαιρετισμός) η προς τα εμπρός κλίση τού σώματος και τής κεφαλής σε ένδειξη σεβασμού … Dictionary of Greek
ρεβερέντζα — και ρεβεράντζα, η, Ν εθιμοτυπική υπόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. reverenza «υπόκλιση, σεβασμός» (< λατ. reverentia «σεβασμός» < reverens, entis, μτχ. τού revereor «σέβομαι»)] … Dictionary of Greek
εδαφιαίος — α, ο (Μ ἐδαφιαῑος, α, ον) [έδαφος] αυτός που φτάνει ώς το έδαφος («εδαφιαία υπόκλιση) … Dictionary of Greek
εφυποκλίνομαι — ἐφυποκλίνομαι (Μ) κάνω εδαφιαία υπόκλιση, υποκλίνομαι ώς το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπο κλίνομαι] … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
προσκλίνω — ΝΑ [κλίνω] 1. κλίνω, στρέφω κάτι προς κάτι άλλο, τό στηρίζω πάνω σε κάτι άλλο 2. στηρίζομαι, γέρνω, ακουμπώ 3. μτφ. έχω ενδιάθετη κλίση, αισθάνομαι φυσική συμπάθεια προς ένα πρόσωπο και τείνω να συνταχθώ με τις απόψεις του, να πάω με το μέρος του … Dictionary of Greek
προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… … Dictionary of Greek
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek
πρόσκλιση — η / πρόσκλισις, ίσεως, ΝΑ [προσκλίνω] 1. κλίση, ροπή, τάση προς μια κατεύθυνση 2. στήριξη επάνω σε κάτι, ακούμπημα 3. ψυχική κλίση, συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι νεοελλ. (κυρίως για χαιρετισμό) κλίση τού κορμού ή τής κεφαλής προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
τεμενάς — ο, Ν 1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο 2. στον πληθ. οι τεμενάδες (κατ επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek